Το κενό, η απειλή, το σκοτάδι την τύλιξαν. Κάθε εκατοστό του εαυτού της φοβόταν αληθινά. Η Στεφανία πάλευε να μην βυθιστεί στην άβυσσο. Τεντωνόταν, μαζευόταν σε στάση εμβρύου και απλωνόταν ξανά. Κινούσε τα χέρια της ακατάπαυστα, αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω. Κολυμπούσε χωρίς ελπίδα σε μια θάλασσα σκοτεινή και παγωμένη που τη ρουφούσε προς τα κάτω. Μετουσιώθηκε σε τρόμο. Κι όταν πια δεν τολμούσε να ανασάνει, κάτι ζεστό και ζωντανό της έκοψε τη φόρα. ´Ενα χέρι. Μια φωνή.
«Σε κρατάω».
Pauline Gola
´