Το φοιτητικό της δωμάτιο ίσα που χωρούσε όλα της τα υπάρχοντα. Ήταν στο πρώτο πάτωμα μιας βικτωριανής κατοικίας στο κέντρο του Λονδίνου. Μανούλα μου, μοιάζει με στοιχειωμένο σπίτι, αναφώνησε αστειευόμενη η Στεφανία, όταν την πρωτοαντίκρισε να ορθώνεται επιβλητική πίσω από μια αλέα με χαμηλούς θάμνους και δυο τρία δέντρα που τα γυμνά κλαδιά τους έμπλεκαν τόσο αναμεταξύ τους, ώστε σχεδόν δεν έβλεπες τον ουρανό. Της άρεσε πολύ. Ήταν παμπάλαιο και μικροσκοπικό, αλλά ούτε που την ένοιαζε. Της έφτανε που είχε ένα άνετο κρεβάτι και μια ρομαντική -αν και κιτρινισμένη ταπετσαρία στους τέσσερις τοίχους του. Μπορεί να έτριζαν τα σανίδια κάτω από τα πόδια της, να έσταζε η βρύση του μπάνιου ή να μάγκωνε η πόρτα καμμιά φορά, μα το μικρό παράθυρο που είχε θέα στο δρόμο την αποζημίωνε με το παραπάνω. Ένιωθε σαν πριγκίπισσα στον πύργο της.