Μια ριπή αέρα ανακατεμένου με βροχή μαστίγωσε το τζάμι. Τα δυο κορίτσια σταμάτησαν να γελούν και αγκαλιάστηκαν στο κρεβάτι. Έφεραν τις κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους όπως έκαναν μικρούλες για να προστατευούν από όλα αυτά που τις φόβιζαν, που τις πονούσαν. Τις απουσίες, τους τσακωμούς, τη προ των πυλών, εφηβεία, τα ανήσυχα πρώτα τους χτυποκάρδια… Έμειναν η μια κολλημένη στην άλλη, να αφουγκράζονται την κακοκαιρία. Η ζωή κι ο χειμώνας καλά κρατούσαν.