Κατέβηκε μουδιασμένη τις σκάλες. Περίεργο. Δεν ένιωθε μόνη. Η ενέργεια του πίνακα την συντρόφευε ακόμα. Λες κι είχε γίνει φωτιά και κυλούσε στις φλέβες της. Τώρα έκαιγε ολόκληρη! Έφερε το χέρι της στο μέτωπο της. Αναρωτήθηκε αν είχε πυρετό…
Ο δροσερός βραδινός αέρας στο δρόμο τη χτύπησε κατά πρόσωπο. Ένιωθε πάλι τα μάτια της βουρκωμένα. Όπως τότε… Είδε στο βάθος το λεωφορείο της να προσεγγίζει τη στάση. Άνοιξε το βήμα της.
