Ένα μουσείο. Μια γυναίκα κοιτάζει έναν πίνακα. Ένας άντρας την κοιτάζει που τον κοιτάζει. Ένας ζωγράφος στο απόγειο της καριέρας του και η σύζυγός του, πεθαίνουν μαζί από ισπανική γρίπη. Μια συνεχής παραμνησία. Γεγονότα που μοιάζουν παράδοξα μα είναι οικεία. Η Αθήνα της κρίσης. Η Βιέννη της μουσικής. Το πολυμορφικό Λονδίνο. Οι σχέσεις που δοκιμάζονται. Το αστικό περιβάλλον που καταρρέει. Οι ψυχικές διαταραχές. Η συναισθηματική κακοποίηση. Το θρίλερ. Η δίψα για ζωή που κόβει την ανάσα. Η συνάντηση δυο ανθρώπων. Το ραντεβού τους.
Κάποιος με ρώτησε σε ποιους απευθύνεται το ραντεβού.
Απαντώ: απευθύνεται σε όσους ψάχνουν την κρυμμένη ομορφιά πίσω από την ασχήμια και τη μιζέρια. Σε αυτούς που δεν ξεχνούν πως τελικά υπάρχει ελπίδα. Και σε εκείνους που γνωρίζουν καλά πως οι καρδιές δε γερνούν παρά μονάχα όταν σταματήσουν να αγαπούν άλλες καρδιές. Και να ερωτεύονται με πάθος.
https://www.facebook.com/afroditi.fragkiadoulaki/?ref=br_rs&pnref=lhc
art
immortal longings: «το ραντεβού»… an opinion for the book
Είναι αλήθεια πως κάθε καινούργιο έργο όταν εκδίδεται αποτελεί ένα πνευματικό γεγονός, οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει αυτό. Το κάθε βιβλίο είναι αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που περνάει από πολλά στάδια από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη στιγμή της υλοποίησης. Είναι γεγονός ότι πρώτη ένιωσε τη συγκίνηση η συγγραφέας.
Αγωνίστηκε να δώσει με τη ψυχή της εκείνο ακριβώς που είχε στο νου. Δεν είναι απλά και μόνο η αναζήτηση μέσω μίας ιστορίας, είναι η επιθυμία μιας βαθύτατης έκφρασης. Αυτό είναι που την κάνει να αγωνιά για το πώς θα πάει το βιβλίο, αν θα το νιώσει ο αναγνώστης με τον ίδιο τρόπο, ποια θα είναι η κριτική που θα του ασκηθεί.
Όταν ο ποιητής ή ο πεζογράφος καταφέρει να κάνει τον κάθε αναγνώστη να δει διαφορετικά τη δουλειά του, τότε το έργο του είναι επιτυχημένο…
Διαβάζοντας το βιβλίο της κας Φραγκιαδουλάκη είναι σίγουρο ότι θα δημιουργηθούν πολλά συναισθήματα σε όλους. Ίσως και αντιφατικά, άλλοι θα βρουν δωρική τη γραφή και άλλοι ιωνική… Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι έγραψε με την ψυχή της, όπως αισθανόταν, χωρίς να προσπαθήσει να υποδυθεί κάτι που δεν είναι.
Στην αρχή ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ροή της ιστορίας και το ρόλο των προσώπων. Αργότερα τα πράγματα παίρνουν «φιλολογική διάσταση», βλέπουμε ένα μπριγιαντάκι το οποίο αφήνει άριστες υποθήκες για το μέλλον. Έχει δικό της ύφος και αισθητική, ένα μοναδικό τρόπο έκφρασης ο οποίος γοητεύει. Η εξέλιξη του μύθου βγαίνει αβίαστα από μέσα της. Καταφέρνει να προκαλέσει τον αναγνώστη να διαμορφώσει τη δική του άποψη για αυτό που διαβάζει, το οποίο όταν ξεφεύγει από τη συγκεκριμένη περιγραφή, εξελίσσεται σε ψυχογράφημα. Δημιουργεί ένα παζλ από πολλές μικρές εικόνες οι οποίες φαίνονται ανεξάρτητες αλλά στην πράξη έχουν μία εσωτερική δομή και οργάνωση η οποία τείνει στη δημιουργία μιας εξαιρετικής εικόνας, θυμίζοντας σε πολλά σημεία γαλλικό κινηματογράφο όπου η αλλαγή στη γωνία λήψης και τα εναλλασσόμενα τοπία δημιουργούν ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα.
Είχε τη τόλμη να γράψει ένα βιβλίο χωρίς υποκρισίες και αναστολές, με ζωηρές εικόνες, με υπέρμετρο ρεαλισμό και με μια αξιόλογη ικανότητα να μεταβαίνει από το ένα στοιχείο στο άλλο. Από το συναίσθημα στη λογική, από τη χαρά στη λύπη, από την αισιοδοξία στην απόλυτη απογοήτευση. Έβαλε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να κερδίσει τον αναγνώστη. Εμένα με κέρδισε.
Λευτέρης Παπακώστας, ιστορικός συγγραφέας
http://www.pancreta.gr/book.php?p=7302
«A vehement eros runs through the universe. It is like the ether: harder than steel, softer than air.»
«Ντρινννννννννν»
Το ξυπνητήρι και ο διαπεραστικός ήχος του.
Ο Νικόλας, κουβάρι στο διπλό κρεβάτι προσπαθεί να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται.´Ενα όνειρο τον κρατά αιχμάλωτό του. Ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να διακρίνει είναι όλη του η ζωή. ´Ενα σώμα ψηλόλιγνο, κρυμμένο σε ρούχα φαρδιά είναι τυλιγμένο με απόγνωση γύρω του. Και δυο χείλη. Τον φιλούν, μπαίνουν μέσα του. Ανασαίνουν μαζί του. Σε αυτό το φιλί ανακαλύπτει ό,τι δεν ήξερε, ό,τι περίμενε να μάθει από πάντα, από άλλες ζωές. Πιο γλυκό, πιο οικείο φιλί, δεν έδωσε και δεν πήρε ποτέ του. Δεν θέλει, δεν μπορεί να ξυπνήσει. Δεν αντέχει να το αποχωριστεί. Να το χάσει ξανά…
«Ντρινννννννννν»
Egon Schiele 31 Οκτωβρίου 1918
«Ο χρόνος κατέρευσε. Ήρεμος πια χαμήλωσε τα βλέφαρά του. Η γωνιά των χειλιών του σηκώθηκε περιφρονητικά απέναντι στη μοίρα. «Ο πόλεμος τελείωσε. Πρέπει να φύγω» ψιθύρισε.»
Ό,τι είχα να πω για τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο Έγκον Σίλε, το έγραψα… ευχαριστώ εκείνους που με στήριξαν αγοράζοντας το Ραντεβού, αλλά κι αυτούς που μου έστειλαν τη θετική τους ενέργεια και τα καλά τους λόγια για ένα βιβλίο με ασυνήθιστη πλοκή, η οποία μπερδεύει με τρόπο ονειρικό το θάνατο του διάσημου Αυστριακού εικαστικού με την ελληνική πραγματικότητα…
Οκτώβρης στην Αθήνα…
Έναν Οκτώβρη πριν δυο χρόνια ξεκίνησα να αφηγηθώ μια ιστορία… μια ιστορία που άρχιζε και τέλειωνε φθινόπωρο όπως αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Στη ζωή του ήρωά μου που έδωσε ραντεβού με το πεπρωμένο του έναν Οκτώβρη στην Αθήνα, μα και στη ζωή του ζωγράφου μου που έχασε τα πάντα έναν Οκτώβρη στη Βιέννη πριν από έναν αιώνα ακριβώς. Πώς γίνεται δυο διαφορετικές ζωές να μπλέκουν μεταξύ τους; Πώς γίνεται ένας αφηγητής να αφήνεται στην φαντασία του κι εκείνη να τον οδηγεί σε ολοένα και πιο κραυγαλέες συμπτώσεις; Αν υπάρχει ραντεβού με την έμπνευση, αυτό είναι το ραντεβού μου.
…όλα αρχίζουν και τελειώνουν Οκτώβρη
At the end of my suffering there was a door.
«Πρόσεχε… πρόσεχε… την καρδιά σου. Πρόσεχε… δεν είναι δική σου… ανήκει σε κείνον…» Η Στεφανία φέρνει τα χέρια της στο στήθος της. Φτεροκοπά. Μετράει τον κάθε χτύπο του. Ενώνεται με το τραγούδι. Τραγούδι γνώριμο και λυπημένο… το άκουσμά του της προκαλεί μια αβάσταχτη αίσθηση· ξεσπάει αναπόφευκτα σε κλάμματα. Έχει ανάγκη να λυτρωθεί…

My fingertips searched your skin on the oceans of love.
Της μιλούσε με τα μάτια, με τα χείλη, τα ακροδάχτυλα… Ο πόθος του γεννούσε καινούριους πόθους. Η Στεφανία ήταν το επίκεντρό τους.
Βάλθηκε να συμμετέχει με πάθος. Ο αέρας, γεμάτος από τις ανάσες τους, σα να λιγόστευε. Το μυαλό της πολυλογούσε με πείσμα. Με άφησες να σε αφήσω. Με άφησες να σε αφήσω. Δεν ήθελα εξηγήσεις. Αγάπη ήθελα. Τα μάτια της συνάντησαν το φεγγάρι που έγραφε σαν ασημένιο δάχτυλο στο τζάμι του παραθύρου. Ύστερα σκαρφάλωσαν στο ταβάνι.
Πρωταγωνίστρια ενός εκστατικού ντεζαβού, έβλεπε από ψηλά τα δυο κορμιά τους να παλεύουν στο κρεβάτι, να ταλαντώνονται, να ανακατεύουν τα σεντόνια, να χωρίζουν και να βρίσκονται ξανά.
Δεν ήταν στο σώμα της πια…
Paul Outerbridge
…At night I dream that you and I are two plants that grew together, roots entwined
Ο κοσμοπολίτικος αέρας της πόλης τους ταίριαζε. Ο Δούναβης με τα γαλάζια κύματά του, ασκούσε μαγική επίδραση επάνω τους. Ζούσαν στο πιο ενδιαφέρον μέρος της Ευρώπης. Μαζί. Μα τώρα γύρω τους παντού πόλεμος… Πόλεμος, θάνατος και φωνές. Το χέρι της χαϊδεύει την κοιλιά της προστατευτικά. Τον έχει μέσα της… μέσα της… της αρκεί. Άξαφνα εκείνος σοβαρεύει. Μικρές φωτιές μοιάζουν να ξεπηδούν από τα μάτια του. Το βλέμμα του, διασχίζει τον αέρα στο δωμάτιο· σαν αστραπή γεμίζει την ατμόσφαιρα με φως. Ω, δεν χορταίνει να τον κοιτάει… Όταν ο άντρας της δουλεύει, ο πλανήτης της δικής της καρδιάς σταματά…
Egon Sciele ~ Portait of Edith Schiele 1917
«I killed the monsters. That’s what fathers do.»
Έψαχνε τρόπο να ξεγλιστρήσει από τα παραμορφωμένα φώτα μα τον πρόδωσαν οι δυνάμεις του παιδικού κορμιού του και άρχισε να τρέμει από το κρύο. Σκέφτηκε να γυρίσει. Μουσκεμένος ως το κόκκαλο, λασπωμένος και άθλιος, παρουσιάστηκε στο σπίτι του. Η μάνα του, μόλις τον είδε σε αυτά τα χάλια, σχεδόν λιποθύμησε. Συνήλθε όμως στο λεπτό, έβαλε τις φωνές και ήθελε να τον δείρει. Ο πατέρας του μπήκε στη μέση. Κυματοθραύστης. Η φιγούρα του, τοίχος αδιαπέραστος, που πάνω του έγινε σκόνη και θρύψαλα ο θυμός της μητέρας του. Ο κόσμος καταλάγιασε…
Egon Schiele
We two. Crystal of pain…
…γύρισε κουβαλώντας μαζί του της έξαψή της. Τίποτα δεν ήταν περιττό για να του φανερώνει κάθε στιγμή τον έρωτά της και τίποτα δεν έβρισκε εκείνος υπερβολικό, όταν αφορούσε χάδια, τρυφερότητες και φιλιά. Τις ώρες που δεν είχαν υποχρεώσεις, περπατούσαν την πόλη, χάνονταν σε μουσεία και μικρές γκαλερί, βόλταραν στα πάρκα μόλις έκανε την εμφάνισή της κάποια σπάνια ηλιαχτίδα ταΐζοντας παγωμένα σκιουράκια. Και τα βράδια…ω, τα βράδια, την έπαιρνε αγκαλιά στο κρεβάτι της και της διάβαζε Celan ή Larkin ή Lorca που αγαπούσε η Στεφανία. Και μετά βουτούσαν μαζί στη σκοτεινή θάλασσα του έρωτά τους.
«The night bellow. We two. Crystal of pain.
You wept over great distances.
My ache was a clutch of agonies
over your sickly heart of sand.»
― Federico García Lorca