Απόψε δεν βιαζόταν να αφήσει τον χώρο. Η παραμονή του ανάμεσα σε τόση τέχνη ευφραίνει την ψυχή του. Η σκόνη της ανυπόφορα υποφερτής καθημερινότητας έχει επιτέλους κατακάτσει και η ζωή αναδεικνύεται πολύχρωμη. Μέσα στο χρώμα, νιώθει σαν χρώμα. Γίνεται κόκκινο, με πινελιές πορτοκαλί και λίγο πράσινο. Γίνεται κίτρινο και φωτεινό γαλάζιο. Το ένστικτό του ζωγραφίζει και ζωγραφίζει και ζωγραφίζει, σε έναν διαθέσιμο λευκό καμβά. Δε ξέρει πώς γίνεται, μα ταυτόχρονα ξέρει. Στο μυαλό του οι γραμμές διασταυρώνονται κι όλα παίρνουν την φόρμα τους ιδανικά. Αν η ζωγραφική ήταν ποίηση, εκείνη τη στιγμή ευχαρίστως θα ζωγράφιζε τα όνειρά του. Θα έγραφε μυριάδες ποιήματα χωρίς καθόλου λέξεις, μυθιστορήματα για τα χείλη της, θα έτρεχε σαν παιδί κρατώντας την από το χέρι, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν, σε όλα εκείνα τα τοπία που περίμεναν γαλήνια και σιωπηλά μέσα στα κάδρα τους…
