Να εφεύρεις το όνειρο μιας ζωής σε μια μέρα…

Έστρεψε τα βλέφαρά της στο παράθυρο… Έψαξε στα πάρκα, τις πλατείες που έφευγαν γοργά πίσω τους, για τις πεταλούδες που πετούσαν στο κέντρο της Αθήνας. Ίσως να ακολουθούσαν το αμάξι τους. Να του κρατούσαν συντροφιά στην πορεία του… Κατέβασε το τζάμι…

Advertisement

Even a painful longing is some form of presence…

Το κορίτσι στο διπλανό διαμέρισμα έπαιζε πιάνο. Είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο. Την άκουγε από τότε που άρχισε να μαθαίνει κλίμακες. Και τώρα η μελωδία του βαλς των χαμένων ονείρων διαπερνούσε τους τοίχους του σαλονιού του κι έφτανε καταπραϋντικά στα αυτιά του. Τη φαντάστηκε να χτυπάει τα ασπρόμαυρα πλήκτρα με τα μουδιασμένα δαχτυλάκια της μέσα στο κρύο καθιστικό. Η μουσική σταμάτησε απότομα…

μονάχος βρες την άκρη της κλωστής…

Α, παλιοσύμπαν το κάνεις επίτηδες! Τώρα θα κλάψει… Ψαχουλεύει στη τσέπη της για τα ρέστα από το καφέ. Τα ρίχνει στο ντέφι. Μερικοί, όχι πολλοί, τη μιμούνται. Τα κέρματα αναπηδούν και αφήνουν έναν καμπανιστό ήχο που συνοδεύει το ακορντεόν.

in other words, please be true…

Την τελευταία τους βραδιά στο νησί έμειναν ως αργά στην παραλία. Το τεράστιο αυγουστιάτικο φεγγάρι τους κρατούσε συντροφιά. Λίγα μέτρα πιο πέρα μια παρέα άναψε φωτιά και κάθισε γύρω της σχηματίζοντας έναν ζωηρό ανθρώπινο κύκλο. Κάποιος από όλους κούρδιζε μια κιθάρα. Fly me to the moon, άρχισε να τραγουδά μια μελωδική φωνή. Μια αίσθηση νοσταλγίας πλανιόταν στον αέρα, ανάμεσα στο κύμα και τις νότες. Στην επιφάνεια του νερού γλιστρούσαν απαλά πάνω κάτω, χιλιάδες μικροσκοπικά διαμάντια που αντανακλούσαν το φως του ουρανού…

lagrima

Μια αδιαπέραστη νύχτα έκρυβαν οι λυπητερές νότες, κι εκείνη γλιστρούσε αιχμάλωτη στην καμπύλη της μοίρας και στριφογύριζε γύρω από το ίδιο σκοτεινό σημείο. Εδώ και κάπου αλλού…εδώ και κάπου αλλού…