Go out into the sunlight and be happy with what you see.

imageΝτύθηκε ηρωΐδα του δικού της παραμυθιού. Ξανάγινε παιδί· παιδί που παίζει ξέγνοιαστα στους δρόμους. Η σκοτεινιά αποσυντέθηκε σε μικροσωματίδια χαρούμενης λάμψης…

Advertisement

«My head was full of misty fumes of doubt.»

Κατέβηκε μουδιασμένη τις σκάλες. Περίεργο. Δεν ένιωθε μόνη. Η ενέργεια του πίνακα την συντρόφευε ακόμα. Λες κι είχε γίνει φωτιά και κυλούσε στις φλέβες της. Τώρα έκαιγε ολόκληρη! Έφερε το χέρι της στο μέτωπο της. Αναρωτήθηκε αν είχε πυρετό…
Ο δροσερός βραδινός αέρας στο δρόμο τη χτύπησε κατά πρόσωπο. Ένιωθε πάλι τα μάτια της βουρκωμένα. Όπως τότε… Είδε στο βάθος το λεωφορείο της να προσεγγίζει τη στάση. Άνοιξε το βήμα της.

image
Λία Εμμανουηλίδου

My fingertips searched your skin on the oceans of love.

Της μιλούσε με τα μάτια, με τα χείλη, τα ακροδάχτυλα… Ο πόθος του γεννούσε καινούριους πόθους. Η Στεφανία ήταν το επίκεντρό τους.
Βάλθηκε να συμμετέχει με πάθος. Ο αέρας, γεμάτος από τις ανάσες τους, σα να λιγόστευε. Το μυαλό της πολυλογούσε με πείσμα. Με άφησες να σε αφήσω. Με άφησες να σε αφήσω. Δεν ήθελα εξηγήσεις. Αγάπη ήθελα. Τα μάτια της συνάντησαν το φεγγάρι που έγραφε σαν ασημένιο δάχτυλο στο τζάμι του παραθύρου. Ύστερα σκαρφάλωσαν στο ταβάνι.
Πρωταγωνίστρια ενός εκστατικού ντεζαβού, έβλεπε από ψηλά τα δυο κορμιά τους να παλεύουν στο κρεβάτι, να ταλαντώνονται, να ανακατεύουν τα σεντόνια, να χωρίζουν και να βρίσκονται ξανά.

Δεν ήταν στο σώμα της πια…

 

image

Paul Outerbridge

 

«I killed the monsters. That’s what fathers do.»

   Έψαχνε τρόπο να ξεγλιστρήσει από τα παραμορφωμένα φώτα μα τον πρόδωσαν οι δυνάμεις του παιδικού κορμιού του και άρχισε να τρέμει από το κρύο. Σκέφτηκε να γυρίσει. Μουσκεμένος ως το κόκκαλο, λασπωμένος και άθλιος, παρουσιάστηκε στο σπίτι του. Η μάνα του, μόλις τον είδε σε αυτά τα χάλια, σχεδόν λιποθύμησε. Συνήλθε όμως στο λεπτό, έβαλε τις φωνές και ήθελε να τον δείρει. Ο πατέρας του μπήκε στη μέση. Κυματοθραύστης. Η φιγούρα του, τοίχος αδιαπέραστος, που πάνω του έγινε σκόνη και θρύψαλα ο θυμός της μητέρας του. Ο κόσμος καταλάγιασε…

 

Egon Schiele

«For it was not into my ear you whispered… But into my heart.»

Τόλμησε και της έπιασε το χέρι. Στο άγγιγμά του αναρίγησε. Σα να το γνώριζε από πάντοτε. Σα να περίμενε αιώνες να την αγγίξει.
Εκείνη τη στιγμή διάλεξε να φανεί το λεωφορείο. Πριν την αρπάξει, πρόλαβε και τη φίλησε απαλά στο σημάδι της. Τα χείλη του μαγεύτηκαν. Την είχε ονειρευτεί αυτή τη γεύση… Το βλέμμα της, διεσταλμένο, του έδωσε τότε την απάντηση που γύρευε.
«Να ‘ρθεις, όταν θα νιώσεις καλύτερα. Μη βιαστείς. Εγώ θα είμαι εδώ. Για σένα… Πάντα…» της είπε.

Πάντα… Πάντα…της υποσχέθηκε η καρδιά του.

image

Kourtney Roy

We two. Crystal of pain…

…γύρισε κουβαλώντας μαζί του της έξαψή της. Τίποτα δεν ήταν περιττό για να του φανερώνει κάθε στιγμή τον έρωτά της και τίποτα δεν έβρισκε εκείνος υπερβολικό, όταν αφορούσε χάδια, τρυφερότητες και φιλιά. Τις ώρες που δεν είχαν υποχρεώσεις, περπατούσαν την πόλη, χάνονταν σε μουσεία και μικρές γκαλερί, βόλταραν στα πάρκα μόλις έκανε την εμφάνισή της κάποια σπάνια ηλιαχτίδα ταΐζοντας παγωμένα σκιουράκια. Και τα βράδια…ω, τα βράδια, την έπαιρνε αγκαλιά στο κρεβάτι της και της διάβαζε Celan ή Larkin ή Lorca που αγαπούσε η Στεφανία. Και μετά βουτούσαν μαζί στη σκοτεινή θάλασσα του έρωτά τους.

«The night bellow. We two. Crystal of pain.
You wept over great distances.
My ache was a clutch of agonies
over your sickly heart of sand.»

― Federico García Lorca

Μαμά… σ’ αγαπώ…

«Καλησπέρα Νικόλα μου…»

 «Καλησπέρα μαμά.» Πώς τα κατάφερνε η μητέρα του να τον παίρνει τηλεφωνο τις πιο ακατάλληλες στιγμές ήταν μια φανταστική υπερδύναμη που ποτέ του δεν θα την κατανοούσε. Εδώ που τα λέμε, όλες οι μάνες του κόσμου ίσως κατείχαν τη φοβερά προνομιούχο δύναμη να ανιχνεύουν την ώρα εκείνη που ή θα ήσουν στο μπάνιο ή θα τηγάνιζες ή μόλις θα σε είχε πάρει ο ύπνος. Το διαπεραστικό κουδούνισμα σχεδόν το φώναζε: σήκωσέ το γρήγορα, είμαι η μαμά! Πάτησε το mute στην τηλεόραση αν και ήταν απορροφημένος στις ειδήσεις […]

   «Δεν υπήρχε λόγος να έρθεις μαμά. Όλα πέρασαν εξάλλου σε λίγες μέρες. Μια ίωση ήταν…»
Τώρα θα του έλεγε με το επιτηδευμένα σοβαρό της ύφος να προσέχει, ήταν σίγουρος. «Να προσέχεις» την άκουσε να λέει την ακριβώς επόμενη στιγμή. Συγκράτησε το γέλιο του.
«Θα προσέχω… Μαμά, κοντεύω τα τριάντα. Το αντιλαμβάνεσαι;»
«Και τι σημασία έχει αυτό;» τον ρώτησε. Δίκαια. Και στα σαράντα του και στα πενήντα του, δε θα άλλαζε τίποτα για τη μητέρα του. Πάλι να προσέχει θα τον παρακαλούσε, σα να ήταν μωρό. Το μωρό της.
«Και με την πρώτη ευκαιρία να έρθεις Θεσσαλονίκη. Μου το υπόσχεσαι;»
«Σου το υπόσχομαι.»
«Ωραία… Να σε αφήσω όμως. Σίγουρα από κάτι πολύ σημαντικό θα σε διακόπτω…» Η φωνή της ξαφνικά δεν έμοιαζε με φωνή μαμάς. Μα με φωνή ενός ανθρώπου που ήθελε με όλη την δύναμη της ψυχής του να νιώσει κοντά σε έναν άλλο άνθρωπο μα φοβόταν τρομερά μην τον κακοκαρδίσει. Ο Νικόλας άθελά του, συγκινήθηκε. Έκλεισε για μισό λεπτό τα μάτια. Σε αυτό το μισό λεπτό παρέλασαν διαδοχικά από το μυαλό του, τηρώντας μια αλληγορική γραμμή, δεκάδες εικόνες. Η μάνα του να τον κυνηγά με ένα πηρούνι στο χέρι. Η μάνα του να προσποιείται την τρομαγμένη με τις γκριμάτσες του. Η μάνα του σκυμμένη μπροστά του, να περιποιείται τα γρατζουνισμένα του γόνατα. Η μάνα του στις πρώτες σειρές να τον παρακολουθεί δακρυσμένη να απαγγέλει το ποίημά του στη σχολική γιορτή. Η μάνα του να τρέχει γελώντας πίσω από το ποδήλατό του…

    «Μαμά…σ’ αγαπώ» του ξέφυγε.

   Για κάμποσα δευτερόλεπτα κυρίευσε σιωπή τη συσκευή του. Μάλλον ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει. Δε τη συνήθιζε σε τέτοια ο Νικόλας. Το έβρισκε απίστευτα δύσκολο να τα βγάλει από μέσα του. Τώρα η μάνα του θα ανησυχούσε περισσότερο. Θα αναρωτιόταν εκατό τοις εκατό αν είναι ακόμα άρρωστος. «Κι…εγώ…» είπε ξεψυχισμένα, ωστόσο, στο τέλος. Σαν να έτρεμε μην τον ξυπνήσει από κάποιον λήθαργο και της αρπάξει πίσω εκείνο το πολύτιμο «σ’αγαπώ» που της χάρισε τόσο αναπάντεχα.

    Όχι, μαμά, δε θα στο πάρω πίσω. Είναι δικό σου…δικό σου…

image

“It is your story, your move, your heart, your passion;
 your life on the line.”

Μια ριπή αέρα ανακατεμένου με βροχή μαστίγωσε το τζάμι. Τα δυο κορίτσια σταμάτησαν να γελούν και αγκαλιάστηκαν στο κρεβάτι. Έφεραν τις κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους όπως έκαναν μικρούλες για να προστατευούν από όλα αυτά που τις φόβιζαν, που τις πονούσαν. Τις απουσίες, τους τσακωμούς, τη προ των πυλών, εφηβεία, τα ανήσυχα πρώτα τους χτυποκάρδια… Έμειναν η μια κολλημένη στην άλλη, να αφουγκράζονται την κακοκαιρία. Η ζωή κι ο χειμώνας καλά κρατούσαν.

“Darling, all night I have been flickering, off, on, off, on.”

Κοντανασαίνει και μένει ακίνητη. Τι όνειρο! Λέξεις και σκέψεις συγκρούονται μες το κεφάλι της και το βαραίνουν. Βυθίζεται στην τέλεια σιωπή. Αισθάνεται να αιωρείται πάντα. Στο χρόνο και στον τόπο. Είναι αλλού. Αυτή κι αυτός. Σε ένα κρεβάτι ακόμα. Μιλούν αλλιώτικα μα είναι οι ίδιοι. Ίδιοι και διαφορετικοί. Κι είναι μαζί. Επιτέλους! Και τότε ξέρει… Είναι φτιαγμένοι από αναμνήσεις…

In this love you are like a knife with which I explore myself.

Μέχρι πού μπορούσε να φτάσει λοιπόν; Και κείνη; Τι είδους εξάρτημα αποτελούσε στους μηχανισμούς ματαίωσης που τον βασάνιζαν; Ήθελε πραγματικά να την αγαπήσει και ίσως να την αγαπούσε κιόλας με τον τρόπο του. Μα θα αποδεικνυόταν αυτό αρκετό για τους δυο τους; Προσπαθώντας να ξεμπερδέψει το κουβάρι που αγαπούσε την πήρε ο ύπνος…

image