«Στεφανία τι έπαθες;»
Η φωνή της Χριστίνας, σκέπασε τη μουσική. Δεν ακουγόταν φυσιολογική. Την τράβηξε με βία από την παραζάλη. Τι; Κοίταξε το χέρι της. Αίμα. Πώς; Σήκωσε το ματωμένο ποτήρι που κρατούσε, και το έφερε στα μάτια της. Διέκρινε το ράγισμα. Ανασήκωσε τους ώμους και το άφησε στο τραπέζι μπροστά της. Η νύχτα κόπηκε στα δύο. Και την έκοψε.
Παραδόθηκε ξανά στο τραγούδι. Καρδιές που κόβουν τη νύχτα στα δύο, γενναίες καρδιές που αναζητούν την αγάπη. Ήταν αρκετά γενναία η καρδιά της; Μπορούσε να μετατρέψει τη νύχτα από μαύρη σε μπλε; Να αντέξει ένα όνειρο; Να αγγίξει τα αστέρια; Σύντομα θα το μάθαινε…